Norm στα ελληνικά
Μετάφραση: norm, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νόρμα, συνέδριο, ιθύνω, τύπος, βασιλεύω, αποφασίζω, συνθήκη, φυσιολογικός, κανονικός, μέτρο, κριτήριο, συνέλευση, σχέδιο, πρότυπο, κανόνας, σύμβαση, κανόνα, στόχου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abziehstein στα ελληνικά - Λείανση, Ακόνισμα, ακονίζοντας, τη λείανση, λείανση των
- anregungen στα ελληνικά - προτάσεις, υποδείξεις, τις προτάσεις, προτάσεων, εισηγήσεις
- beschützte στα ελληνικά - προστατεύονται, προστατεύεται, προστατευμένο, προστατευμένη, προστατευόμενες
- blenden στα ελληνικά - τυφλός, θαμπώνω, θάμβος, θαμβώνω, τυφλώνω, τυφλώνουν
Τυχαίες λέξεις
Norm στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νόρμα, συνέδριο, ιθύνω, τύπος, βασιλεύω, αποφασίζω, συνθήκη, φυσιολογικός, κανονικός, μέτρο, κριτήριο, συνέλευση, σχέδιο, πρότυπο, κανόνας, σύμβαση, κανόνα, στόχου
Μεταφράσεις: νόρμα, συνέδριο, ιθύνω, τύπος, βασιλεύω, αποφασίζω, συνθήκη, φυσιολογικός, κανονικός, μέτρο, κριτήριο, συνέλευση, σχέδιο, πρότυπο, κανόνας, σύμβαση, κανόνα, στόχου