Ohnmacht στα ελληνικά
Μετάφραση: ohnmacht, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιποθυμώ, αμυδρός, αδυναμίας, αδυναμία, την αδυναμία, η αδυναμία, της αδυναμίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akkreditiert στα ελληνικά - διαπιστευμένος, διαπιστευμένο, διαπιστευμένων, διαπιστευμένους, διαπιστευμένοι
- auswechseln στα ελληνικά - ανταλλάσσω, αλλαγή, διακόπτης, αλλάζω, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, ...
- bewirken στα ελληνικά - προκαλώ, κατασκευάζω, έχε, παίρνω, αποκτώ, εξαναγκάζω, προξενώ, ...
- bungalow στα ελληνικά - μπαγκάλοου, Μπανγκαλόου, το Μπανγκαλόου
Τυχαίες λέξεις
Ohnmacht στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιποθυμώ, αμυδρός, αδυναμίας, αδυναμία, την αδυναμία, η αδυναμία, της αδυναμίας
Μεταφράσεις: λιποθυμώ, αμυδρός, αδυναμίας, αδυναμία, την αδυναμία, η αδυναμία, της αδυναμίας