Operation στα ελληνικά

Μετάφραση: operation, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιχείρηση, ιατρείο, λειτουργία, εγχείρηση, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη
Operation στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • berechtigt στα ελληνικά - με τίτλο, τίτλο, δικαιούται, δικαιούνται, το δικαίωμα
  • berühmt στα ελληνικά - φημισμένος, διάσημος, πολύκροτος, αξιοσημείωτος, επιφανής, γνωστός, ξακουστός, ...
  • briefkästen στα ελληνικά - γραμματοκιβώτια, γραμματοκιβωτίων, τα γραμματοκιβώτια, θυρίδες, γραμματοκιβώτιά
Τυχαίες λέξεις
Operation στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιχείρηση, ιατρείο, λειτουργία, εγχείρηση, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη