Opportun στα ελληνικά
Μετάφραση: opportun, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίκαιρος, πρόσφορο, σκόπιμο, κατάλληλη, επίκαιρη, σκόπιμη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betriebswirtschaftlich στα ελληνικά - οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
- betätigen στα ελληνικά - δείχνω, εμφαίνω, λειτουργώ, εγχειρίζω, παράσταση, λειτουργούν, λειτουργεί, ...
- bitmap στα ελληνικά - εικόνα bitmap, χάρτη μπίτ
- bruchband στα ελληνικά - δένω, αντηρίδων, διασυνδετικής λάμας, διασυνδετική λάμα, truss
Τυχαίες λέξεις
Opportun στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίκαιρος, πρόσφορο, σκόπιμο, κατάλληλη, επίκαιρη, σκόπιμη
Μεταφράσεις: επίκαιρος, πρόσφορο, σκόπιμο, κατάλληλη, επίκαιρη, σκόπιμη