Pari στα ελληνικά
Μετάφραση: pari, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισότητα, ισοτιμία, άρτιο, par, παρ, ονομαστικής, ονομαστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adaptierung στα ελληνικά - ρύθμιση, προσαρμογή, προσαρμογής, η προσαρμογή, της προσαρμογής, έχει προσαρμοστεί
- aufspaltung στα ελληνικά - ανάλυση, κατανομή, κατανομής, διάσπαση, βλάβης
- bauer στα ελληνικά - αγρότης, τοίχος, χωριάτης, γεωργός, γεωργό, γεωργού, αγρότη
- büropersonal στα ελληνικά - το προσωπικό του γραφείου, προσωπικό του γραφείου, προσωπικό γραφείων, υπαλλήλων γραφείου, προσωπικό γραφείου
Τυχαίες λέξεις
Pari στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισότητα, ισοτιμία, άρτιο, par, παρ, ονομαστικής, ονομαστική
Μεταφράσεις: ισότητα, ισοτιμία, άρτιο, par, παρ, ονομαστικής, ονομαστική