Petroleum στα ελληνικά

Μετάφραση: petroleum, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηροζίνη, πετρέλαιο, πετρελαίου, πετρελαιοειδών, πετρελαϊκό, πετρελαϊκού
Petroleum στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abschaffung στα ελληνικά - κατάργηση, κατάλυση, κατάργησης, καταργήσεως, την κατάργηση, κατάργησή
  • allmächtig στα ελληνικά - παντοδύναμος, παντοδύναμο, παντοδύναμη, παντοδύναμου, παντοδύναμοι
  • auseinandergetrieben στα ελληνικά - διασκορπισμένα, διασκορπίζονται, διασπείρονται, διασκορπίζεται, διεσπαρμένα
  • bezweifelte στα ελληνικά - αμφέβαλε, αμφέβαλλε, αμφιβολίες, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί
Τυχαίες λέξεις
Petroleum στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηροζίνη, πετρέλαιο, πετρελαίου, πετρελαιοειδών, πετρελαϊκό, πετρελαϊκού