Λέξη: δίθυρος

Μεταφράσεις: δίθυρος

δίθυρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bivalve, Two Port

δίθυρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
Dos Puertos, de dos puertos, bipuerta, dos vías

δίθυρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mit zwei Anschlüssen, zwei Anschlüssen, zwei Port, doppeltem Auspuff, Mit doppeltem Auspuff

δίθυρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coquillage, deux, Two, à deux, de deux, deuxième

δίθυρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
Due, Two, a due, di due

δίθυρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dois, duas, Two, em dois, de dois

δίθυρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
twee, Two, beide, van twee

δίθυρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
двустворчатый, Два, Две, двух, Two, Двое

δίθυρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
to, Two, med to

δίθυρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Två, Two, båda, med två

δίθυρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
simpukka, Kaksi, kahden, Two, kahdesta, kahteen

δίθυρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
To, Two

δίθυρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mlž, Dva, Dvě, Two, byt, dvou

δίθυρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skorupiak, małż, dwa porty, Wyposażona w dwa porty, w dwa porty, Dwuportowy, o dwóch portach

δίθυρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kéthéjú, kétkagylós, két, Two, a két, kettő, második

δίθυρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
İki, Two, Çift, ikisi

δίθυρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
два порти

δίθυρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dy, me dy, dy të, dytë

δίθυρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Две, Двама, Два, Two, втора

δίθυρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
два, дзве

δίθυρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karp, Kaks, kahe, kahest, kahes, kahte

δίθυρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
Dva, dvije, za dvije, Two, s dvije

δίθυρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Tveggja, tveir, tvö, tveimur, tvær

δίθυρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Du, Dvi, Dviejų, dvejų, Two

δίθυρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
divi, divas, Two, divu, diviem

δίθυρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
две, двајца, два, двете, двата

δίθυρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cu două porturi, două porturi

δίθυρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dva, dve, Two, dveh, dvema

δίθυρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dva, dvaja, dvoch, dve
Τυχαίες λέξεις