Λέξη: χαράκωμα

Σχετικές λέξεις: χαράκωμα

χαράκωμα σταφίδας, χαράκωμα αμπελιού

Συνώνυμα: χαράκωμα

τάφρος, χαντάκι

Μεταφράσεις: χαράκωμα

χαράκωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trench, foxhole, a trench, the trench, intrenchment

χαράκωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
foso, zanja, trinchera, la zanja, trench

χαράκωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schützengraben, schützenloch, graben, schleie, Graben, Grabens, Trench

χαράκωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fosse, fossé, tranchée, tranchées, trench

χαράκωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fosso, trincea, trench, fossa, di trincea, della trincea

χαράκωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tremer, trincheira, vala, trench, trincheiras, de trincheira

χαράκωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
loopgraaf, greppel, geul, sleuf, trench

χαράκωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
окоп, траншея, канава, ров, котловина, котлован, борозда, каньон, ячейка, линь, впадина, траншеи, траншею, шанца

χαράκωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
renne, grøft, trench, grøften, kanalen, kabelkanalen

χαράκωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dike, diket, trench, dikes, graven

χαράκωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
potero, juoksuhauta, ampumahauta, kaivanto, oja, vako, kaivannon, kaivantoon, ojan

χαράκωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grøft, skyttegrav, trench, renden, rende

χαράκωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zákop, příkop, výkop, výkopu, trench

χαράκωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rów, okop, wykop, transzeja, wykopu, trench

χαράκωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyiladék, árok, árkot, árokban, trench, lövészárok

χαράκωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hendek, siper, açmasında, açması, trench

χαράκωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
траншея, каньйон, канава, рити, копати, впадина, траншею

χαράκωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
llogore, hendek, kanalit, llogore të, hendeku

χαράκωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
траншея, окоп, изкоп, ров, окопа

χαράκωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
траншэя, траншэі, траншэя паварочвае

χαράκωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rebaseurg, kaevik, kraav, kraavi, kraavide, kaeviku

χαράκωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prokop, rov, jarak, kanal, rova, trench, rov utvrde

χαράκωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trench, skurður

χαράκωμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fossa

χαράκωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tranšėja, griovys, tranšėjos, tranšėjų, tranšėją

χαράκωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tranšeja, uzrakt, tranšejas, tranšeju, trench

χαράκωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ровот, ров, просека, ровови, копот

χαράκωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
șanț, tranșee, sant, trench, santului

χαράκωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lín, jarek, trench, jarka, jarkov, Strelski rov je

χαράκωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výkop, priekopa, priekopu, príkop, priekopy
Τυχαίες λέξεις