Plünderung στα ελληνικά
Μετάφραση: plünderung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραχαϊδεύω, χαλώ, απολύω, λεηλασία, κακομαθαίνω, λεηλασίες, λεηλασίας, λεηλασιών, τη λεηλασία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abtasten στα ελληνικά - γεύομαι, δείγμα, αγναντεύω, ερευνώ, σαρώνω, δοκιμάζω, σάρωση, ...
- ausströmend στα ελληνικά - λύματα, απόβλητα, λυμάτων, εκροής, υγρών εκροής
- bauern στα ελληνικά - χωρικοί, αγροτιά, αγροτιάς, αγροτών, της αγροτιάς
Τυχαίες λέξεις
Plünderung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραχαϊδεύω, χαλώ, απολύω, λεηλασία, κακομαθαίνω, λεηλασίες, λεηλασίας, λεηλασιών, τη λεηλασία
Μεταφράσεις: παραχαϊδεύω, χαλώ, απολύω, λεηλασία, κακομαθαίνω, λεηλασίες, λεηλασίας, λεηλασιών, τη λεηλασία