Λεηλασία στα γερμανικά
Μετάφραση: λεηλασία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
plünderung, Entlassung, Sackleinen, Plünderung, sacking, Rausschmiß
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεηλασία
λεηλασία φρονημάτων, λεηλασία συνώνυμο, λεηλασία του χρόνου, λεηλασία μιας ζωής, λεηλασία στα αγγλικά, λεηλασία λεξικό γλώσσας γερμανικά, λεηλασία στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- λεγεώνα στα γερμανικά - legion, Legion, Legions
- λεζάντα στα γερμανικά - untertitel, titel, überschrift, Bildunterschrift, Beschriftung, Überschrift, Untertitel, ...
- λεηλατώ στα γερμανικά - plündern, beute, zaster, knete, Beutezug, Exkurs, Ausflug, ...
- λειαίνω στα γερμανικά - planieren, planish
Τυχαίες λέξεις
Λεηλασία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: plünderung, Entlassung, Sackleinen, Plünderung, sacking, Rausschmiß
Μεταφράσεις: plünderung, Entlassung, Sackleinen, Plünderung, sacking, Rausschmiß