Putzmittel στα ελληνικά

Μετάφραση: putzmittel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυαλίζω, λούστρο, στιλβώνω, λουστράρω, βερνίκι
Putzmittel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antimaterie στα ελληνικά - αντιύλη, αντιύλης, την αντιύλη, η αντιύλη, της αντιύλης
  • bezahlbar στα ελληνικά - πληρωτέος, καταβάλλεται, πληρωτέα, που καταβάλλονται, πληρωτέο
  • drama στα ελληνικά - δράμα, Δράμας, δράματος, το δράμα, Δραματική
Τυχαίες λέξεις
Putzmittel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυαλίζω, λούστρο, στιλβώνω, λουστράρω, βερνίκι