Λέξη: επικοινωνώ

Σχετικές λέξεις: επικοινωνώ

επικοινωνώ άρα υπάρχω, επικοινωνώ ετυμολογία, επικοινωνώ παράγωγα, επικοινωνώ μεταβατικό, επικοινωνώ λεξικό, επικοινωνώ συνώνυμα, επικοινωνώ κλίση, επικοινωνώ στα αγγλικά, επικοινωνώ αμετάβατο, επικοινωνώ αισθάνομαι είμαι ο εαυτός μου

Συνώνυμα: επικοινωνώ

κοινωνώ, συσκέπτομαι, ανακοινώνω, μεταβιβάζω, μεταδίδω, συνεννοούμαι

Μεταφράσεις: επικοινωνώ

επικοινωνώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
communicate, interact, I communicate, I contact, in touch

επικοινωνώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corresponder, comunicarse, comunicar, comunicación, comunicarán, comunicará

επικοινωνώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kommunizieren, mitteilen, zu kommunizieren, Kommunikation, die Kommunikation

επικοινωνώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
communiquer, communiquons, informer, communiquent, communiquez, communication, de communiquer, communique

επικοινωνώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
comunicare, comunicano, comunica, comunicazione, di comunicare

επικοινωνώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comunicar, comunique-se, participar, se comunicar, comunicam, comunique

επικοινωνώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voortzeggen, besmetten, meedelen, mededelen, berichten, communiceren, te communiceren, communicatie, mede, communiceert

επικοινωνώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
объявлять, сообщаться, уведомлять, извещать, передавать, предуведомить, оповестить, передать, сообщить, общаться, уведомить, известить, сообщать, сноситься, общайтесь, общаются, пообщаться

επικοινωνώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kommunisere, kommuniserer, å kommunisere, formidle, kommunikasjon

επικοινωνώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
meddela, kommunicera, överlämna, kommunicerar, förmedla

επικοινωνώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keskustella, kertoa, tiedottaa, välittää, ilmoittaa, toimitettava, kommunikoida

επικοινωνώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kommunikere, meddeler, meddele, at kommunikere, kommunikerer

επικοινωνώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oznámit, komunikovat, sdělit, komunikaci, sdělí, komunikují

επικοινωνώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skomunikować, porozumiewać, komunikować, wyrażać, zakomunikować, komunikować się, komunikowania, przekazują, komunikowania się

επικοινωνώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közöl, kommunikálni, közli, kommunikálnak, kommunikál

επικοινωνώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iletişim kurmak, iletişim, iletişime, iletişim kurma, haberleşmek

επικοινωνώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
повідомлятись, зноситись, повідомте, передати, спілкуватися, спілкуватись

επικοινωνώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
komunikoj, komunikojnë, komunikuar, të komunikuar, komunikojë

επικοινωνώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
общуват, комуникира, комуникират, съобщават, съобщава

επικοινωνώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мець зносіны, размаўляць, кантактаваць, камунікаваць, мець стасункі

επικοινωνώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suhtlema, teatama, edastama, suhelda, edastavad

επικοινωνώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slati, dostavljati, poslati, komunicirati, komuniciraju, komunikaciju, komunicira, komuniciranje

επικοινωνώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samskipti, senda, hafa samskipti, miðla, samband

επικοινωνώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bendrauti, praneša, perduoda, pranešti, perduoti

επικοινωνώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sazināties, paziņot, paziņo, zināmus, zināmu

επικοινωνώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
комуницираат, комуникација, комуницира, комуницираме, да комуницираат

επικοινωνώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
comunica, comunică, comunice, comunicate, a comunica

επικοινωνώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
komuniciranje, komunicirati, komunicirajo, komunikacijo, sporoči

επικοινωνώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
komunikovať, komunikáciu, komunikácie
Τυχαίες λέξεις