Ratifizieren στα ελληνικά
Μετάφραση: ratifizieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικυρώνω, κυρώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausgewichen στα ελληνικά - απέφυγε, διαφυγόντες, διαφυγόντων, διαφύγει, παρακαμφθεί
- bedeutsam στα ελληνικά - βαρυσήμαντος, σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
- beobachterstand στα ελληνικά - φουσκάλα, φούσκα, παρατηρητής, παρατηρητής ευρίσκετο
- dekorateur στα ελληνικά - διακοσμητής, διακοσμητή, διακοσμήτρια, διακοσμητής της, Ο διακοσμητής
Τυχαίες λέξεις
Ratifizieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικυρώνω, κυρώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Μεταφράσεις: επικυρώνω, κυρώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει