Κυρώνω στα γερμανικά

Μετάφραση: κυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ratifizieren, bestätigen, ratifiziert
Κυρώνω στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυρώνω

ακυρώνω μετάφραση, κρίνω σημασία, κυρώνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, κυρώνω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • κυρτός στα γερμανικά - handfertigkeit, biegen, gebogen, geschicklichkeit, geschick, beugte, gewandtheit, ...
  • κυρτώνω στα γερμανικά - krümmung, linie, krümmen, rundung, biegung, kurve, Sturz, ...
  • κυτταρικός στα γερμανικά - zellenförmig, handy, mobiltelefon, Zellen-, zellular, zellulären, Zell, ...
  • κυψέλη στα γερμανικά - bienenkorb, bienenstock, Bienenstock, Bienenkorb, hive
Τυχαίες λέξεις
Κυρώνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: ratifizieren, bestätigen, ratifiziert