Reichhaltig στα ελληνικά
Μετάφραση: reichhaltig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλούσιος, περιεκτικός, πλήρης, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσια σε
Μεταφράσεις
- altersbedingt στα ελληνικά - σχετιζόμενη με την ηλικία, σχετίζεται με την ηλικία, ηλικιακής εκφύλισης, ηλικιακής εκφύλισης της
- ballonflieger στα ελληνικά - αεροπόρος, αεροπόρο, αεροπόρου, αεροπόρων, aviator
- bestätigen στα ελληνικά - υποστηρίζω, κυρώνω, βοήθεια, συντηρώ, στήριγμα, βεβαιώνω, επικυρώνω, ...
- bohrer στα ελληνικά - άσκηση, τροχός, τριβελίζω, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο
Τυχαίες λέξεις
Reichhaltig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλούσιος, περιεκτικός, πλήρης, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσια σε
Μεταφράσεις: πλούσιος, περιεκτικός, πλήρης, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσια σε