Reinigen στα ελληνικά
Μετάφραση: reinigen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρίζω, καθαρισμός, καθαρός, καθάρισμα, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- besiedlung στα ελληνικά - οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
- besorgniserregend στα ελληνικά - ανησυχητικό, ανησυχητική, ανησυχητικές, ανησυχητικά, ανησυχία
- bluff στα ελληνικά - μπλόφα, ευθύς, ντόμπρος, Bluff, του Bluff, μπλόφας, το Bluff
- deklamationen στα ελληνικά - αναφωνήσεων, δημαγωγία
Τυχαίες λέξεις
Reinigen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρίζω, καθαρισμός, καθαρός, καθάρισμα, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές
Μεταφράσεις: καθαρίζω, καθαρισμός, καθαρός, καθάρισμα, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές