Καθάρισμα στα γερμανικά
Μετάφραση: καθάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reinigung, räumung, reinigen, reinigend, Reinigung, Reinigungs, Reinigen, Reinigungs-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθάρισμα
καθάρισμα αγκινάρας, καθάρισμα σπιτιού, καθάρισμα χταποδιού, καθάρισμα χαλιών, καθάρισμα ανανά, καθάρισμα λεξικό γλώσσας γερμανικά, καθάρισμα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- καημένος στα γερμανικά - erbärmlich, bedauernswert, dürftig, mittelmäßig, arm, mangelhaft, schlecht, ...
- καημός στα γερμανικά - notlage, lust, bedrängnis, leiden, begehren, verlangen, trieb, ...
- καθέλκυση στα γερμανικά - eröffnung, lancierend, hochstart, start, gründung, Stapellauf, Abschuss, ...
- καθήκον στα γερμανικά - amt, abgabe, pflicht, betriebszeit, steuer, obliegenheit, zoll, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθάρισμα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: reinigung, räumung, reinigen, reinigend, Reinigung, Reinigungs, Reinigen, Reinigungs-
Μεταφράσεις: reinigung, räumung, reinigen, reinigend, Reinigung, Reinigungs, Reinigen, Reinigungs-