Rennen στα ελληνικά
Μετάφραση: rennen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ράτσα, τρέχω, τρέξιμο, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brombeere στα ελληνικά - βατόμουρο, BlackBerry, βατόμουρου, το BlackBerry, το βατόμουρο
- diktierende στα ελληνικά - δικτάτορας, υπαγόρευσης, υπαγορεύει, υπαγόρευσης του, που υπαγορεύει
- disputationen στα ελληνικά - αντιπαραθέσεις
Τυχαίες λέξεις
Rennen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ράτσα, τρέχω, τρέξιμο, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας
Μεταφράσεις: ράτσα, τρέχω, τρέξιμο, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας