Rohöl στα ελληνικά
Μετάφραση: rohöl, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακατέργαστος, χονδροειδής, ωμός, ακατέργαστο, ακάθαρτο, αργού, ακατέργαστου
Μεταφράσεις
- autorisierung στα ελληνικά - authorization-
- befreier στα ελληνικά - ελευθερωτής, απελευθερωτή, απελευθερωτής, ελευθερωτή, τον απελευθερωτή
- beurteilend στα ελληνικά - Κρίνοντας, αν κρίνουμε, Κριτική, να κριθεί, κρίνουμε
- cowboy στα ελληνικά - καουμπόη, καουμπόι, κάουμποϋ, καουμπόικες
Τυχαίες λέξεις
Rohöl στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακατέργαστος, χονδροειδής, ωμός, ακατέργαστο, ακάθαρτο, αργού, ακατέργαστου
Μεταφράσεις: ακατέργαστος, χονδροειδής, ωμός, ακατέργαστο, ακάθαρτο, αργού, ακατέργαστου