Schenken στα ελληνικά

Μετάφραση: schenken, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίνω, δεσμεύω, παρών, πεσκέσι, χάρισμα, παρουσιάζω, παραδίνω, διαπράττω, δώρο, δωρεά, αφιερώνω, κάνω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
Schenken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beschlagene στα ελληνικά - όριο, Δεσμώτης, Bound, δέσιμο, Το δεσμευμένο
  • bewährt στα ελληνικά - αποδεδειγμένη, αποδειχθεί, αποδεδειγμένα, αποδεικνύεται, αποδείξει
  • bitte στα ελληνικά - υπεράσπιση, παρακαλώ, έφεση, ικεσία, τραβώ, ευχαριστώ, έκκληση, ...
Τυχαίες λέξεις
Schenken στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίνω, δεσμεύω, παρών, πεσκέσι, χάρισμα, παρουσιάζω, παραδίνω, διαπράττω, δώρο, δωρεά, αφιερώνω, κάνω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να