Schmiermittel στα ελληνικά

Μετάφραση: schmiermittel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιπαντικό, λιπαντική ουσία, λιπαντικού, λιπαντικών, λιπαντικά
Schmiermittel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anordnung στα ελληνικά - διαρρύθμιση, ρύθμιση, διάταξη, προσταγή, εντολή, κανονισμός, διακανονισμός, ...
  • benennt στα ελληνικά - ορίσει, ορίζουν, ορίζει, να ορίσει, ορίσουν
Τυχαίες λέξεις
Schmiermittel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιπαντικό, λιπαντική ουσία, λιπαντικού, λιπαντικών, λιπαντικά