Sehvermögen στα ελληνικά

Μετάφραση: sehvermögen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όραση, όραμα, όρασης, την όραση, όρασή, της όρασης
Sehvermögen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • archaismus στα ελληνικά - αρχαϊσμός, αρχαϊσμό, αρχαϊσμού, τον αρχαϊσμό, έναν αρχαϊσμό
  • auswandernd στα ελληνικά - μεταναστεύουν, μεταναστεύσουν, μετανάστευση, να μεταναστεύσουν, που μεταναστεύουν
  • bauten στα ελληνικά - κτίρια, κτιρίων, τα κτίρια, κτήρια, κτηρίων
  • berührungsbildschirm στα ελληνικά - οθόνη αφής, οθόνης αφής, της οθόνης αφής, οθόνη επαφής, οθόνη αφής του
Τυχαίες λέξεις
Sehvermögen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όραση, όραμα, όρασης, την όραση, όρασή, της όρασης