Λέξη: νομισματοκοπείο

Σχετικές λέξεις: νομισματοκοπείο

νομισματοκοπείο μουσείο, νομισματοκοπείο καταυλισμός, νομισματοκοπείο μετρό, νομισματοκοπείο αθηνών, νομισματοκοπείο μετρό μεσογείων, νομισματοκοπείο χάρτης, νομισματοκοπείο σταθμός, νομισματοκοπείο διεύθυνση, νομισματοκοπείο πανεπιστημίου, νομισματοκοπείο θεσσαλονίκησ

Συνώνυμα: νομισματοκοπείο

μέντα, δυόσμος, ηδύοσμος

Μεταφράσεις: νομισματοκοπείο

νομισματοκοπείο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mint, the Mint, a mint, mint of

νομισματοκοπείο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
menta, la menta, de menta, nuevo, hierbabuena

νομισματοκοπείο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausprägen, prägen, minze, münzanstalt, münzen, menge, Minze, mint, postfrisch, Münze

νομισματοκοπείο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
menthe, frapper, surabondance, Monnaie, la menthe, Mint, neuf

νομισματοκοπείο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
menta, di menta, zecca, alla menta, la menta

νομισματοκοπείο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
menta, ministério, hortelã, mint, de hortelã, da hortelã

νομισματοκοπείο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pepermunt, overvloed, kruizemunt, munt, mint, nieuwstaat, ongebruikt, de munt

νομισματοκοπείο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
новехонький, новый, источник, вычеканить, создавать, красить, происхождение, чеканить, отчеканить, мята, множество, выкрасить, покрасить, мяты, Mint, Монетный двор, мятой

νομισματοκοπείο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mynte, mint, peppermynte

νομισματοκοπείο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mint, mynta, felfritt, myntverket

νομισματοκοπείο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
minttu, paljon, Mint, minttua, mintun, rahapajan

νομισματοκοπείο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mynte, mint, hel, mintgrøn, præge

νομισματοκοπείο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
máta, mincovna, máty, mátou, mincovny

νομισματοκοπείο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bić, miętowy, mięta, macierzanka, mennica, mennicy, mięty

νομισματοκοπείο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pénzverde, érme, menta, a menta, mentával, mentás

νομισματοκοπείο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
darphane, nane, mint, naneli

νομισματοκοπείο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поезія, менестрелі, м'ята, мята, пом'ята

νομισματοκοπείο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nenexhik, mint, nenexhik të, pres, sasi e madhe

νομισματοκοπείο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мента, джоджен, ментов, монетния двор, ментата

νομισματοκοπείο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мята

νομισματοκοπείο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
münt, piparmünt, mint, rahapaja, piparmündi

νομισματοκοπείο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izmisliti, kovnica, porijeklo, menta, metvica, kovnica novca, kovati

νομισματοκοπείο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
myntu, Mint, mynta, myntsláttan

νομισματοκοπείο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mėta, monetų kalykla, mėtų, mėtos, Mint

νομισματοκοπείο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piparmētra, piparmētru, mint, naudas kaltuves, monētu kaltuves

νομισματοκοπείο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нане, ментол, мента, од нане

νομισματοκοπείο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mentă, menta, de menta, de mentă, monetăriei

νομισματοκοπείο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
máta, mint, mete, meta, metinega, metin

νομισματοκοπείο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
máta, mäta, Mint
Τυχαίες λέξεις