Selbstsüchtig στα ελληνικά
Μετάφραση: selbstsüchtig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιοτελής, εγωιστής, εγωιστικός, εγωιστική, εγωιστικό, εγωιστές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abenteuerlustig στα ελληνικά - τολμηρός, παράτολμος, περιπετειώδη, περιπετειώδεις, τολμηροί, περιπετειώδες
- angeschafft στα ελληνικά - αγοράζονται, αγοραστεί, αγόρασε, αγοράστηκαν, αγοράστηκε
- bestie στα ελληνικά - ζώο, κτήνος, θηρίο, θηρίου, τέρας, κτήνους
- dendrit στα ελληνικά - Dendrit
Τυχαίες λέξεις
Selbstsüchtig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιοτελής, εγωιστής, εγωιστικός, εγωιστική, εγωιστικό, εγωιστές
Μεταφράσεις: ιδιοτελής, εγωιστής, εγωιστικός, εγωιστική, εγωιστικό, εγωιστές