Sichern στα ελληνικά

Μετάφραση: sichern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασώζω, βεβαιώνομαι, κατοχυρώνω, αντίκρισμα, εγγυώμαι, εδραιώνω, εκτός, εξασφαλίζω, ασφαλίζω, διασφαλίζω, εγγύηση, βεβαιώνω, προστατεύω, ασφαλής, αποκρούω, εχέγγυο, εξασφαλίσει, εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφαλίσουν
Sichern στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abwägen στα ελληνικά - θεωρώ, ζυγίζω, ζυγίζουν, ζυγίζει, ζυγίζεται, ζυγίζονται
  • analverkehr στα ελληνικά - πρωκτική επαφή, πρωκτική συνουσία, την πρωκτική επαφή, πρωκτού, η πρωκτική συνουσία
  • aussuchend στα ελληνικά - αναζήτηση, αναζητούν, αναζητώντας, την αναζήτηση, αναζήτηση των
  • blendenschirm στα ελληνικά - θάμβωση, τυφλώνουν, εκτυφλωτικός, θαμβώνουν, στο θάμβος
Τυχαίες λέξεις
Sichern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασώζω, βεβαιώνομαι, κατοχυρώνω, αντίκρισμα, εγγυώμαι, εδραιώνω, εκτός, εξασφαλίζω, ασφαλίζω, διασφαλίζω, εγγύηση, βεβαιώνω, προστατεύω, ασφαλής, αποκρούω, εχέγγυο, εξασφαλίσει, εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφαλίσουν