Λέξη: αντλώ

Σχετικές λέξεις: αντλώ

αντλώ αγγλικα, αντλώ translate, αντλώ μετάφραση, αντλώ συνώνυμο, αντλώ english, αντλώ λεξικό, αντλώ συνώνυμα

Συνώνυμα: αντλώ

παράγω, εξάγω, παίρνω, βρίσκω, λατομώ, εκσκάπτω

Μεταφράσεις: αντλώ

αντλώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
derive, quarry, I draw, I get

αντλώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derivar, obtener, deducir, derivan, derivarse

αντλώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
deduzieren, folgern, ableitung, ableiten, herleiten, abzuleiten, abgeleitet, leiten

αντλώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
provenir, venir, dérivons, tirer, acquérir, dérivez, procéder, prendre, puiser, obtenir, déduire, dériver, calculer

αντλώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
derivare, ricavare, trarre, derivano, deriva

αντλώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
derivar, derivação, derivam, obter, decorrem, deriva

αντλώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aftappen, ontlenen, afleiden, afgeleid, voortvloeien, af te leiden

αντλώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
происходить, извлекать, получить, одержать, наследовать, отводить, производить, почерпнуть, получать, выводить, шунтовать, вывести, извлечь, вытекают

αντλώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avlede, utlede, stammer, henter, hente

αντλώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
härleda, härrör, dra, erhålla, härröra

αντλώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
johtua, päätellä, johtaa, saada, saavat, peräisin, johtuvat

αντλώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udlede, stammer, opnå, drage, stamme

αντλώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odvodit, získat, odvozovat, vyvozovat, čerpat, derivovat, pocházet, odvození, odvozují

αντλώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
brać, pobierać, wyprowadzać, derywować, pochodzić, czerpać, wywodzić, uzyskiwać, wyprowadzić, pochodzą, uzyskania, wynikają, czerpią

αντλώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
származik, származnak, abból, származhat, szert

αντλώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
türetmek, elde, türetilmesi, türetme, çıkarmak

αντλώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відбуватись, відводити, отримувати, витягати, одержувати, отримуватимуть, отримуватиме, отримати

αντλώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrjedh, buron, rrjedhin, nxjerrin, të rrjedhin

αντλώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
извлече, произтичат, извличат, извлекат, произтича

αντλώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атрымліваць, атрымоўваць

αντλώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ammutama, tuletama, tuletada, tulenevad, tuleneda, tuletamiseks

αντλώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potjecati, izvlačiti, izvoditi, izvesti, izvući, proizlaze, potječu, proizlazi

αντλώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reikna, öðlast, leiða, rætur að rekja, að öðlast

αντλώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gauti, išvesti, kyla, gauna, atsiranda

αντλώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atvasināt, iegūt, gūt, iegūtu, rodas

αντλώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
произлегуваат, се изведе, потекнуваат, произлезат, изведе

αντλώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deduce, deriva, derivă, provin, obține, obțină

αντλώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izpeljavo, izhajajo, izpeljati, izhajati, izvirajo

αντλώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odvodiť, vyvodiť, odvodené, odvodená
Τυχαίες λέξεις