Λέξη: αφού

Σχετικές λέξεις: αφού

αφού περιστέρι, αφού χωρίσαμε στίχοι, αφού δεν το σηκώνεις τι το πίνεις, αφού το θες στίχοι, αφού συνώνυμα, αφού χωρίσαμε - νίκος οικονομόπουλος lyrics, αφού χωρίσαμε - νίκος οικονομόπουλος zippy, αφού δε πίνεις στην υγειά μου θα πίνεις εξαιτίας μου, αφού δεν πίνεις στην υγεία μου στίχοι, αφού χωρίσαμε

Συνώνυμα: αφού

μετά, κατόπιν

Μεταφράσεις: αφού

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
since, after, as, having, once
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuando, desde, pues, después, después de, tras, después del, luego
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weil, seither, da, seitdem, seit, nach, nachdem, nach dem, nach der
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
comme, de, puisque, dès, car, depuis, des, après, après avoir, après le, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
da, dopo, dopo la, dopo il, dopo aver, dopo che
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pecar, desde, depois, após, depois de, após a, após o
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sedert, sinds, vanaf, na, nadat, na het, na de, naar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
из, после, после того, через, за
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ettersom, etter, etter at, etter å, etter å ha, når
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
emedan, efter, efter att, efter det, när, efter att ha
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koska, sitten, lähtien, jälkeen, sen jälkeen, kuluttua
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
siden, på, til, efter, efter at, når, efter at have
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ježto, protože, od, poněvadž, po, poté, za
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odkąd, skoro, od, odtąd, później, za, potem, gdy, po
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
után, követően, utáni
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bari, sonra, sonrası, sonrasında, ardından
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
з, зі, оскільки, відтоді, після, по
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nga, ngaqë, pas, pasi, mbas
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
след, след като, в
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пасля, пасьля
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alates, sest, pärast, peale, pärast seda, järel, kui
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otada, prije, otkada, jer, poslije, nakon, nakon što, po
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftir, eftir að, þegar, á eftir
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
quandoquidem, quoniam, siquidem
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
po, po to, kai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pēc, pēc tam, kad
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
по, после, откако
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
după, dupa, după ce, urma
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odkar, po, potem, ko, potem ko
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pretože, od, odvtedy, po, na, počas, v

Στατιστικά δημοτικότητας: αφού

Τυχαίες λέξεις