Sobald στα ελληνικά
Μετάφραση: sobald, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντομος, εφάπαξ, κάποτε, όταν, πότε, σύντομα, αμέσως μόλις, το συντομότερο, συντομότερο, μόλις, το ταχύτερο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atomisierte στα ελληνικά - ατομοποιημένης, κονιορτοποιημένα, σταγονοποιημένο, εκνεφωθέντων, νεφοποιημένος
- berufsausübung στα ελληνικά - επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό, επαγγελματικής, επαγγελματικές
- bildzeichen στα ελληνικά - χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα
- bummler στα ελληνικά - τεμπέλης, αργόσχολος, loafer, χασομέρης, ακαμάτης
Τυχαίες λέξεις
Sobald στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντομος, εφάπαξ, κάποτε, όταν, πότε, σύντομα, αμέσως μόλις, το συντομότερο, συντομότερο, μόλις, το ταχύτερο
Μεταφράσεις: σύντομος, εφάπαξ, κάποτε, όταν, πότε, σύντομα, αμέσως μόλις, το συντομότερο, συντομότερο, μόλις, το ταχύτερο