Διφορούμενος στα αγγλικά
Μετάφραση: διφορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
evasive, ambiguous, equivocal, oracular, ambiguity, ambivalent
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: διφορούμενος
oracular
- μαντικός
- αινιγματικός
- χρησμοειδής
- διφορούμενος
- ασαφής
- διφορούμενος
- αμφίλογος
- αμφίλογος
- διφορούμενος
- αβέβαιος
Σχετικές λέξεις: διφορούμενος
διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος λεξικό γλώσσας αγγλικά, διφορούμενος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- διστακτικότητα στα αγγλικά - hesitation, diffidence, reluctance, hesitancy, reluctant
- διυλιστήριο στα αγγλικά - refinery, the refinery, a refinery, oil refinery
- διχάζω στα αγγλικά - divide, bifurcate
- διχασμός στα αγγλικά - division, split, divisions, divide, disunity
Τυχαίες λέξεις
Διφορούμενος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: evasive, ambiguous, equivocal, oracular, ambiguity, ambivalent
Μεταφράσεις: evasive, ambiguous, equivocal, oracular, ambiguity, ambivalent