Sortiment στα ελληνικά

Μετάφραση: sortiment, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακατεμένος, επιλογή, εκλεκτός, μίγμα, ποικιλία, ετερογενής, συλλογή, κατάταξη, γκάμα, συλλογή ειδών αλληλογραφίας
Sortiment στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bemutterte στα ελληνικά - mothered, μητρική φροντίδα
  • das στα ελληνικά - ισορροπία, κονκάρδα, απαγορευμένο, ζυγαριά, πλάστιγγα, ισοζύγιο, ο, ...
  • dienstag στα ελληνικά - Τρίτη, την Τρίτη, της Τρίτης, Τρίτης
Τυχαίες λέξεις
Sortiment στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακατεμένος, επιλογή, εκλεκτός, μίγμα, ποικιλία, ετερογενής, συλλογή, κατάταξη, γκάμα, συλλογή ειδών αλληλογραφίας