Κατανάλωση στα αγγλικά
Μετάφραση: κατανάλωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consumption, consumption of, eating, drinking, consumption is
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: κατανάλωση
inroad
- επιδρομή
- εισβολή
- κατανάλωση
- κατανάλωση
- φθίση
- φυματίωση
Σχετικές λέξεις: κατανάλωση
κατανάλωση v strom 650, κατανάλωση αντωνυμο, κατανάλωση κρέατος, κατανάλωση νερού ανά κάτοικο, κατανάλωση νερού, κατανάλωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, κατανάλωση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- καταμερισμός στα αγγλικά - allocation, apportionment, division, sharing, division of
- καταμετρώ στα αγγλικά - tally, admeasure
- κατανέμω στα αγγλικά - allocate, ration, apportion, allot
- καταναλωτής στα αγγλικά - consumer, consumers, consumer is, a consumer, the consumer
Τυχαίες λέξεις
Κατανάλωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: consumption, consumption of, eating, drinking, consumption is
Μεταφράσεις: consumption, consumption of, eating, drinking, consumption is