Stöhnen στα ελληνικά
Μετάφραση: stöhnen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στενάζω, τρίξιμο, αναστεναγμός, μουγκρητό, μουγκρίζω, αναστενάζω, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausweitung στα ελληνικά - προέκταση, κλιμάκωση, διαστολή, έκταση, επέκταση, εξάπλωση, διεύρυνση, ...
- belastend στα ελληνικά - δυσάρεστος, ενοχοποιητικός, ενοχοποιητικά, ενοχοποιητικό, επιβαρυντικά, ενοχοποιητικών
- belastung στα ελληνικά - διηθώ, τονίζω, γεμίζω, τόνος, φορτώνω, ζόρι, στραμπουλίζω, ...
- darauf στα ελληνικά - σε, επ 'αυτού, σ, επ
Τυχαίες λέξεις
Stöhnen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στενάζω, τρίξιμο, αναστεναγμός, μουγκρητό, μουγκρίζω, αναστενάζω, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
Μεταφράσεις: στενάζω, τρίξιμο, αναστεναγμός, μουγκρητό, μουγκρίζω, αναστενάζω, γκρίνια, βογκητό, βογγητό