Streckung στα ελληνικά

Μετάφραση: streckung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, stretching, που εκτείνεται
Streckung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abbildend στα ελληνικά - χαρτογράφηση, χαρτογράφησης, τη χαρτογράφηση, αντιστοίχιση, χαρτογράφηση των
  • befugnis στα ελληνικά - ένταλμα, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
  • bleichend στα ελληνικά - λεύκανση, λεύκανσης, λευκαντική, λευκαντικό, λευκαντικές
  • dachwohnung στα ελληνικά - ρετιρέ, Penthouse, Πωλείται ρετιρέ, Ρετηρέ, Διαμέρισμα
Τυχαίες λέξεις
Streckung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, stretching, που εκτείνεται