Stumpfheit στα ελληνικά

Μετάφραση: stumpfheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδράνεια, κατάπληξη, εμβροντησία, νάρκη, ανιαρότητα, νωθρότητα, τη νωθρότητα, θαμπάδα, τη θαμπάδα
Stumpfheit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambivalent στα ελληνικά - αντιμαχόμενος, αμφίσημη, αμφίθυμη, αμφίσημο, διφορούμενη
  • auffüllbar στα ελληνικά - ξαναγεμίζουν, που ξαναγεμίζουν, ξαναγεμιζόμενα, επαναπληρώσιμες
  • aufschrei στα ελληνικά - στριγκλιά, αγανάκτηση, φωνάζω, βαβίζω, κραυγή, στριγκλίζω, στριγγλίζω, ...
  • defektelektron στα ελληνικά - ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματική, ελαττωματικών, ελαττωματικού
Τυχαίες λέξεις
Stumpfheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδράνεια, κατάπληξη, εμβροντησία, νάρκη, ανιαρότητα, νωθρότητα, τη νωθρότητα, θαμπάδα, τη θαμπάδα