Κατάπληξη στα γερμανικά
Μετάφραση: κατάπληξη, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stumpfheit, schock, Bestürzung, Betroffenheit, bestürzt, Entsetzen, Schrecken
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάπληξη
κατάπληξη λεξικό, κατάπληξη συνώνυμα, κατάπληξη λεξικό γλώσσας γερμανικά, κατάπληξη στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- κατάλυμα στα γερμανικά - versorgung, anpassung, übereinkunft, quartier, mietwohnung, justierung, unterbringung, ...
- κατάλυση στα γερμανικά - aufhebung, abschaffung, Katalyse, der Katalyse
- κατάρα στα γερμανικά - fluch, Fluch, Fluches, Fluch zu
- κατάργηση στα γερμανικά - abschaffung, aufhebung, Abschaffung, Aufhebung, Beseitigung, Abbau, Wegfall
Τυχαίες λέξεις
Κατάπληξη στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: stumpfheit, schock, Bestürzung, Betroffenheit, bestürzt, Entsetzen, Schrecken
Μεταφράσεις: stumpfheit, schock, Bestürzung, Betroffenheit, bestürzt, Entsetzen, Schrecken