Technische στα ελληνικά
Μετάφραση: technische, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωματικός, φυσικός, τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aktion στα ελληνικά - κινώ, κίνηση, σαλεύω, δράση, επενέργεια, αγωγή, διάβημα, ...
- bevollmächtigter στα ελληνικά - παραγγελιοδόχος, συνήγορος, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
- druckerlaubnis στα ελληνικά - λάβουν την άδεια, να λάβει άδεια, ζητήσει τη σχετική άδεια, να λάβουν άδεια, εξασφαλίσουμε την άδειά
- dunstigste στα ελληνικά - steamiest
Τυχαίες λέξεις
Technische στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωματικός, φυσικός, τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής
Μεταφράσεις: σωματικός, φυσικός, τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής