Λέξη: παραλείπω
Σχετικές λέξεις: παραλείπω
παραλείπω αγγλικα, παραλείπω βικιλεξικο, παραλείπω αρχαια, παραλείπω στα αγγλικά, παραλείπω english, παραλείπω λεξικο, παραλείπω κλιση, παραλείπω συνώνυμο, παραλείπω συνώνυμα
Συνώνυμα: παραλείπω
αποτυγχάνω, χρεωκοπώ, εκπίπτω, απορρίπτω, αποτυχαίνω, αστοχώ, ελλείπω, ποθώ, χάνω, χοροπηδώ, πηδώ, υπερπηδώ, αποκόπτω
Μεταφράσεις: παραλείπω
παραλείπω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
omit, skip, miss, elide, miss out
παραλείπω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suprimir, omitir, saltarse, saltar, omita, salte
παραλείπω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausnehmen, überspringen, ausschließen, auslassen, weglassen, springen, zu überspringen, überspringen Sie, skip
παραλείπω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
négliger, supprimer, omettez, omettons, omettre, délaisser, omets, omettent, sauter, passer, passez, ignorer, sautez
παραλείπω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
omettere, tralasciare, trascurare, saltare, ignorare, passare, salta, salti
παραλείπω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
omita, oliveira, omitir, preterir, escapar, pular, saltar, ignorar, pule, ignore
παραλείπω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzaken, verzuimen, uitlaten, weglaten, nalaten, overslaan, overspringen, doorgaan, slaan, te slaan
παραλείπω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
упускать, пропустить, пропускать, пропустите, перейти, перейдите
παραλείπω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hoppe, hopp, hoppe over, hopper, hopp over
παραλείπω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skip, hoppa, hoppa över, hoppar, gå
παραλείπω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jättää pois, laiminlyödä, hyppiä, hyppy, ohittaa, ohita, skip
παραλείπω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udelade, spring, springe, springe over, springer, du springe
παραλείπω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zanedbat, zapomenout, vynechávat, přehlédnout, vypustit, vynechat, přeskočit, skip, přeskočte, přejděte
παραλείπω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeoczyć, zaniedbać, opuszczać, pomijać, skip, przeskoczyć, przeskok, pominąć
παραλείπω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ugrás, kihagyja, ugorjon, hagyja, Átugrani
παραλείπω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atlamak, atlayın, atlama, atlayabilirsiniz, skip
παραλείπω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пропустити, нехтуйте, зневажати, нехтувати, пропускати, пропускатиме, пропускатимуть
παραλείπω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kaloni, skip, të kaloni, Kalo
παραλείπω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подскачам, пропускане, пропуснете, прескочите, прескачане
παραλείπω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прапускаць, прапускаць беларускую
παραλείπω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahelejätmine, vahele, skip, vahele jätta, jätke
παραλείπω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
propustiti, ispustiti, izostaviti, zanemariti, preskočiti, preskočite, preskakanje, preskoči, prijeđite
παραλείπω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sleppa, sleppt, að sleppa, fara, hoppa
παραλείπω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
praleisti, skip, pereiti, praleiskite, pereikite
παραλείπω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izlaist, Ignorēt, izlaidiet, izlaistu, skip
παραλείπω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прескокнете, прескокне, прескокнување, го прескокнете, скокнеш
παραλείπω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
omite, sări, sări peste, săriți, skip, săriți peste
παραλείπω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preskočite, skip, preskočiti, preskoči, preskočili
παραλείπω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
preskočiť, přeskočit, Prejdi, Skip, Preskočit
Τυχαίες λέξεις