Umrüstung στα ελληνικά

Μετάφραση: umrüstung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροποποίηση, ρύθμιση, μεταβολή, επανεξοπλισμό, ανανέωση του εξοπλισμού, αλλαγές εξοπλισμού, επανεξοπλισμού, επανεξοπλισμός
Umrüstung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufschläge στα ελληνικά - spreads, επάλειψη, τα spreads, για επάλειψη, περιθώρια
  • ausleger στα ελληνικά - έξαρση, άνθηση, έκρηξη, μπουμ, boom, βραχίονας
  • autonom στα ελληνικά - αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
  • bezahlen στα ελληνικά - πληρωμή, πληρώνω, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Τυχαίες λέξεις
Umrüstung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροποποίηση, ρύθμιση, μεταβολή, επανεξοπλισμό, ανανέωση του εξοπλισμού, αλλαγές εξοπλισμού, επανεξοπλισμού, επανεξοπλισμός