Λέξη: έρμα

Σχετικές λέξεις: έρμα

έρμα μάρκσμαν, έρμα στυλιανίδη βιογραφικο, έρμα βασιλείου, έρμα γρόσια έρμα γρόσια, έρμα ορισμός, έρμα στυλιανίδη, έρμα βικιλεξικο, έρμα πλοίου, έρμα πλοίων, έρμα μπόμπεκ

Συνώνυμα: έρμα

σαβούρα, σκυρόστρωμα

Μεταφράσεις: έρμα

έρμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ballast, ballast weights, ballasted, ballast is

έρμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lastre, balasto, de lastre, lastre de, el lastre

έρμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ballast, schotter, Ballast, Schotter, Vorschaltgerät

έρμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lester, lest, ballast, ballasts, de ballast, le ballast

έρμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
zavorra, reattanza, reattore, alimentatore, ballast

έρμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
balastro, estiva, lastro, de lastro, reator, ballast

έρμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ballast, voorschakelapparaat, ballastwater, ballasttanks, VSA

έρμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
балласт, щебень, балласта, балластных, балластом, балластной

έρμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ballast, forkobling, forkoblinger, ballasten

έρμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
barlast, ballast, förkopplingsdon

έρμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuorma, painolasti, liitäntälaite, painolastia, kuristin, liitäntälaitteella

έρμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ballast, forkobling, ballasten, ballasttanke

έρμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přítěž, balast, zátěž, štěrk, předřadník, balastní, předřadníku

έρμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
balast, podsypka, zrównoważenie, balastowanie, statecznik, balastu, balastowej

έρμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fenéksúly, ballaszt, előtét, előtéttel, ballaszttartállyal, ballasztot

έρμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
balast, safra, ballast, balastlı

έρμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
баласт, балласт

έρμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çakëll, çakëll të, balast, mend

έρμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
баласт, баластна, баластни, баласта, баластра

έρμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
баласт, балласт, баляст, баластам

έρμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ballastima, ballast, ballasti, liiteseadis, ballastiga, liiteseadise

έρμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
načela, gruž, pošljunčiti, balast, balasta, balastnih, balastne, ballast

έρμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjölfestu, kjölfesta

έρμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
balastas, balasto, balastinio, balastinis, balastu

έρμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
balasts, balasta, balastu, arī balasta

έρμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
баластот, баласт, пригушница, товарната

έρμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lest, balast, de balast, balastul, balastului, cu balast

έρμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
balast, balastne, predstikalne naprave, balastnih, balastna

έρμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
balast, záťaž, zaťaženie, záťaže, bremeno, zaťaženia
Τυχαίες λέξεις