Unbedingte στα ελληνικά

Μετάφραση: unbedingte, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστακτική, άνευ όρων, ανεπιφύλακτη, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτο, ανεπιφύλακτες
Unbedingte στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • auflehnend στα ελληνικά - αηδιαστικός, επαναστατικός, επαναστατούν, επαναστατώντας, επαναστατεί, εξεγειρόμενοι, εξεγείρονται
  • betreuung στα ελληνικά - επίβλεψη, φροντίδα, φροντίζω, επιτήρηση, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, ...
  • bettdecken στα ελληνικά - Κούνιες, καλύμματα, καλύμματα κρεβατιών, κλινοσκεπάσματα, κουβέρτες
Τυχαίες λέξεις
Unbedingte στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστακτική, άνευ όρων, ανεπιφύλακτη, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτο, ανεπιφύλακτες