Λέξη: πηνίο

Σχετικές λέξεις: πηνίο

πηνίο ηλεκτροβάνας, πηνίο τεσλα, πηνίο ανάφλεξης, πηνίο έλλειψησ τάσησ, πηνίο εργασίας, πηνίο φωνής, πηνίο ρούμκορφ, πηνίο ruhmkorff, πηνίο ετυμολογία, πηνίο μαγνητικό πεδίο

Συνώνυμα: πηνίο

κουβαρίστρα, μασούρι

Μεταφράσεις: πηνίο

πηνίο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coil, spool, bobbin, inductor, coil is

πηνίο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enrollar, rollo, arrollar, bobina, carrete, spool, carrete de, de carrete

πηνίο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spule, wicklung, rolle, bandring, wendel, bandbund, Spule, Spulen, Spool

πηνίο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
spirale, enrouler, ronde, disque, recoquiller, rôle, bobine, rouleau, spire, rouler, tiroir, spool, tambour, la bobine

πηνίο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bobina, spira, serpentina, rullo, ruolo, rotolo, spool, rocchetto, spola, di spool

πηνίο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bobina, colher, carretel, de spool, spool de, de carretel

πηνίο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rol, spoel, bobine, klos, spool, de spoel, spoelen

πηνίο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
свиваться, извиваться, бухта, бечевка, извить, свить, виток, извивать, рулон, клубить, катушка, свивать, извиться, наматывать, змеиться, верёвка, катушки, золотник, золотника, золотникового

πηνίο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spiral, rull, spole, spolen, spool, snelle

πηνίο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ring, spole, spolen, spool, polen, sliden

πηνίο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kierukka, tela, kela, rulla, ruuvikierre, keriä, kieppi, puolan, spool, lankarullan, puola

πηνίο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ring, spole, spolen, spool, trådrullen

πηνίο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
navíjet, svitek, navinout, stočit, závit, zkroutit, kotouč, cívka, kolo, svinout, cívky, spool, zařazování, cívku

πηνίο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
induktor, zwijać, spirala, wężownica, krąg, cewka, splot, zwój, sprężyna, szpulka, wstęga, szpula, spool, szpuli, szpulę

πηνίο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
orsó, spool, orsót, dob, orsón

πηνίο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rulo, makara, spool, biriktirme, bobin, kuyruk

πηνίο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обмотка, шум, мотузка, вірьовка, кільце, обмотати, котушка, катушка, котушки

πηνίο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrotë, bobinë, spool, masur, rrotë të

πηνίο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
макара, макарата, шпула, буфера

πηνίο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпулька, катушка

πηνίο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kerima, keerd, pool, spool, pooli, liugurklapi, poolilt

πηνίο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
namotavati, spirala, namotaj, kalem, špula, spool, kalema, kalemom

πηνίο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spool, prentraðarmöppu

πηνίο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
orbis

πηνίο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vija, ritė, spool, ritės, ritę

πηνίο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rullis, tinums, ritulis, spolēt, spole, tītavas, spool, spoles

πηνίο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
spool, макара, калемот, калем, креирање

πηνίο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rulou, bobină, bobina, mosor, mosorului, tip bobină

πηνίο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spool, svitek, vreteno, čakalni, tuljava

πηνίο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stočiť, vinutí, cievka, cívka, coil, cievky
Τυχαίες λέξεις