Πλεονέκτημα στα αγγλικά

Μετάφραση: πλεονέκτημα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
advantage, benefit, advantage of, an advantage, asset
Πλεονέκτημα στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: πλεονέκτημα

boon
  • πλεονέκτημα
  • ευεργέτημα
  • δώρο
benefit
  • όφελος
  • πλεονέκτημα
  • ευεργέτημα
  • κέρδος
  • αποζημίωση
vantage
  • πλεονεκτική θέση
  • υπερτέρα θέση
  • πλεονέκτημα
advantage
  • πλεονέκτημα
  • όφελος
  • προτέρημα

Σχετικές λέξεις: πλεονέκτημα

πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα αγγλικά, πλεονέκτημα συνώνυμο, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα αριστείον, πλεονέκτημα λεξικό γλώσσας αγγλικά, πλεονέκτημα στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • πλεξούδα στα αγγλικά - pigtail, strand, harness, braid, the harness
  • πλεονάζων στα αγγλικά - redundant, surplus, heaping
  • πλεονεκτικός στα αγγλικά - advantageous, advantageously, advantageous to, advantageous in, a privileged
  • πλευρά στα αγγλικά - side, aspect, hand, side of, touchline, wing
Τυχαίες λέξεις
Πλεονέκτημα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: advantage, benefit, advantage of, an advantage, asset