Unbestimmt στα ελληνικά
Μετάφραση: unbestimmt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαρδύς, ευρύς, ασαφής, αόριστο, απροσδιόριστο, αόριστη, απροσδιόριστη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgegrenzt στα ελληνικά - οριοθετείται, οριοθετημένο, οριοθετημένη, οριοθετούνται, που οριοθετείται
- adsorbierte στα ελληνικά - προσροφημένο, προσροφημένου, προσροφημένη, προσροφημένα, προσροφημένων
- ausgespült στα ελληνικά - ξεπλένονται, ξεπλένεται, ξεπλυθεί, ξεπλύθηκε, ξεπλύθηκαν
- back-office στα ελληνικά - υποστηρικτικών υπηρεσιών, των υποστηρικτικών υπηρεσιών, υποστήριξης και διαχείρισης, υποστήριξης και διαχείρισης συναλλαγών
Τυχαίες λέξεις
Unbestimmt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαρδύς, ευρύς, ασαφής, αόριστο, απροσδιόριστο, αόριστη, απροσδιόριστη
Μεταφράσεις: φαρδύς, ευρύς, ασαφής, αόριστο, απροσδιόριστο, αόριστη, απροσδιόριστη