Unerlässlich στα ελληνικά
Μετάφραση: unerlässlich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσιώδης, απαραίτητος, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abdanken στα ελληνικά - παραιτηθεί, παραιτούνται, παραιτηθούν, να παραιτηθεί, παραίτησή
- algebraische στα ελληνικά - αλγεβρικός, αλγεβρικό, αλγεβρική, αλγεβρικών, αλγεβρικές
- betonte στα ελληνικά - τόνισε, υπογράμμισε, τονιστεί, τόνισαν, τονίσει
- cafe στα ελληνικά - καφετέρια, καφέ, καφενείο, καφετερία
Τυχαίες λέξεις
Unerlässlich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσιώδης, απαραίτητος, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
Μεταφράσεις: ουσιώδης, απαραίτητος, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό