Λέξη: παθολόγος

Σχετικές λέξεις: παθολόγος

παθολόγος εοπυυ, παθολόγος χαλάνδρι, παθολόγος βριλήσσια, παθολόγος καλαμαριά, παθολόγος ζωγράφου, παθολόγος μαρούσι, παθολόγος ξάνθη, παθολόγος αιγάλεω, παθολόγος γλυκά νερά, παθολόγος νέα σμύρνη

Μεταφράσεις: παθολόγος

παθολόγος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pathologist, physician, practitioner, GP, a physician

παθολόγος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
patólogo, patólogo del, patólogo de, el patólogo, anatomopatólogo

παθολόγος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pathologe, Pathologe, Pathologen, Mediziner, Pathologin

παθολόγος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pathologiste, médecin, médecin légiste, anatomopathologiste, le pathologiste

παθολόγος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
patologo, patologo di, anatomopatologo, il patologo, patologa

παθολόγος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
patologista, patologista de, pathologist, o patologista, patologista da

παθολόγος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
patholoog, lijkschouwer, patholoogoverhemden, pathologist

παθολόγος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
патолог, патологоанатом, патологоанатома, патологоанатомом, патологом

παθολόγος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
patolog, patologen, pathologist, patologene

παθολόγος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
patolog, patologen, obducent, obducenten

παθολόγος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
patologi, pathologist, patologin, patologille, patologia

παθολόγος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
patolog, patologen, retsmedicineren, patologens

παθολόγος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
patolog, patologa, patologem

παθολόγος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
patolog, patologa, patologiem, pathologist, przez patologa

παθολόγος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
patológus, kórboncnok, a patológus, patológusnak

παθολόγος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
patolog, patoloğun, bir patoloğun, patoloğun bu, bir patoloğun bu

παθολόγος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
патолог, паталог

παθολόγος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
patolog, patologu, patologun, patolog i, patologe

παθολόγος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
патолог, патолог по, патологът, патолози

παθολόγος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паталогіі

παθολόγος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
patoloog, patoloogi, patoloogile, patoloogide

παθολόγος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
patolog, patolog je, patologinja, patologa

παθολόγος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meinafræðingur, meinafræðingi

παθολόγος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patologas, patologo, Patologs, Patolog, patologiją

παθολόγος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patologs

παθολόγος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
патолог, патологот

παθολόγος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
patolog, anatomopatolog, patolog de, patologul, medic patolog

παθολόγος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
patolog, patologa, in patologijo, patologijo

παθολόγος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
patológ, patolog

Στατιστικά δημοτικότητας: παθολόγος

Τυχαίες λέξεις