Unsicherheit στα ελληνικά
Μετάφραση: unsicherheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευμεταβλησία, αβεβαιότητα, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, την αβεβαιότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akkumulator στα ελληνικά - συστοιχία, μπαταρία, συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
- befragung στα ελληνικά - επισκόπηση, έρευνα, έρευνας, της έρευνας, μελέτη
- bräune στα ελληνικά - μαύρισμα, καφετί, μαυρίζω, βυρσοδεψώ, tan, αχυρόχρωμο, καφέ, ...
- dachwohnung στα ελληνικά - ρετιρέ, Penthouse, Πωλείται ρετιρέ, Ρετηρέ, Διαμέρισμα
Τυχαίες λέξεις
Unsicherheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευμεταβλησία, αβεβαιότητα, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, την αβεβαιότητα
Μεταφράσεις: ευμεταβλησία, αβεβαιότητα, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, την αβεβαιότητα