Αβεβαιότητα στα γερμανικά
Μετάφραση: αβεβαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unsicherheit, zweifel, Unsicherheit, Ungewissheit, Verunsicherung, Unsicherheiten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αβεβαιότητα
αβεβαιότητα των μετρήσεων, αβεβαιότητα συνώνυμο, αβεβαιότητα αγγλικά, αβεβαιότητα τύπου α, τυπική αβεβαιότητα, αβεβαιότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, αβεβαιότητα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αβέβαιος στα γερμανικά - unsicher, veränderlich, ungewiss, unsicheren, unsichere, ungewissen
- αβαείο στα γερμανικά - abtei, Abtei, Kloster
- αβλεψία στα γερμανικά - beaufsichtigung, aufsicht, übersicht, versehen, Aufsicht, Versehen, Aufsichts, ...
- αβρός στα γερμανικά - höflich, prächtig, nobel, großmütig, edel, liebenswürdig, edelmann, ...
Τυχαίες λέξεις
Αβεβαιότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: unsicherheit, zweifel, Unsicherheit, Ungewissheit, Verunsicherung, Unsicherheiten
Μεταφράσεις: unsicherheit, zweifel, Unsicherheit, Ungewissheit, Verunsicherung, Unsicherheiten