Unterscheiden στα ελληνικά
Μετάφραση: unterscheiden, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβλέπω, διηγούμαι, χωριστός, διαφοροποιώ, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, λέω, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, χωρίζω, διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adelte στα ελληνικά - ennobled, εξευγενισμένο, εξευγενίζεται, εξευγένιζε, εξευγενίζουν
- außenbezirke στα ελληνικά - περίχωρα, εκτός, έξω από, έξω, εξωτερικό, εξωτερική
- bewohnte στα ελληνικά - κατοικείται, κατοικήθηκε, κατοικούνται, κατοικούνταν, κατοικηθεί
- durchbringen στα ελληνικά - περάσει, να περάσει, ξεπεράσουμε, πάρει μέσα, πάρει μέσα από
Τυχαίες λέξεις
Unterscheiden στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβλέπω, διηγούμαι, χωριστός, διαφοροποιώ, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, λέω, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, χωρίζω, διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση
Μεταφράσεις: διαβλέπω, διηγούμαι, χωριστός, διαφοροποιώ, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, λέω, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, χωρίζω, διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση