Διαφοροποιώ στα γερμανικά
Μετάφραση: διαφοροποιώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterscheiden, differenzieren, zu unterscheiden, zu differenzieren
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφοροποιώ
διαφοροποιώ συνώνυμο, διαφοροποιώ συνώνυμα, διαφοροποιώ στα αγγλικά, διαφοροποιώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, διαφοροποιώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- διαφορετικά στα γερμανικά - unterschiedlich, verschieden, anders, anders als, unterschiedliche
- διαφορετικός στα γερμανικά - ungleich, ungleichartig, andere, unterschiedliche, verschieden, anders, andersgeartet, ...
- διαφυγή στα γερμανικά - verlust, austreten, auslaufen, durchsickern, leck, leckage, Flucht, ...
- διαφωνία στα γερμανικά - kontroverse, zwist, wortstreit, diskussion, streiten, ersatz, argument, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφοροποιώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: unterscheiden, differenzieren, zu unterscheiden, zu differenzieren
Μεταφράσεις: unterscheiden, differenzieren, zu unterscheiden, zu differenzieren