Unterstützen στα ελληνικά

Μετάφραση: unterstützen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποβοηθώ, με, με το, με την, με τις, με τα
Unterstützen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • achse στα ελληνικά - άξονας, άξονα, τον άξονα, άξονος, άξονά
  • ausgefeilt στα ελληνικά - γυαλισμένο, γυαλισμένη, γυαλισμένα, στιλβωμένο, στιλβωμένα
  • betanken στα ελληνικά - εφοδιάζονται με καύσιμα, ανεφοδιάζονται, ανεφοδιαστούν με καύσιμα, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού
Τυχαίες λέξεις
Unterstützen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποβοηθώ, με, με το, με την, με τις, με τα